UNIT LINKED

Ταυτόχρονα ασφαλιστικά και επενδυτικά προϊόντα του κλάδου ζωής, των οποίων το αποταμιευτικό μέρος των ασφαλίστρων επενδύεται συνήθως σε αμοιβαία κεφάλαια.

ΑΚΥΡΩΣΗ

Η διακοπή του συμβολαίου κατόπιν έγγραφης αίτησης του ασφαλισμένου ή μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του.

ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΣ ΟΡΟΣ

Ο αναλογικός όρος εφαρμόζεται στις αποζημιώσεις, στις περιπτώσεις εκείνες που οι ασφαλισμένες αξίες περιουσιακών στοιχείων δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές. Αν π.χ. ασφαλίζεται ένα ακίνητο ή ένα αυτοκίνητο για το 80% της αξίας του (είναι δηλαδή υπασφαλισμένο), τότε σε περίπτωση ζημιάς θα αποζημιωθεί αναλογικά, δηλαδή για το 80% της ζημιάς που υπέστη.

ΑΝΑΝΕΩΣΗ

Τα ετήσια συμβόλαια ανανεώνονται αυτόματα με τη λήξη της ισχύος τους, εφόσον δεν έχουν ακυρωθεί από την ασφαλιστική εταιρεία ή από τον συμβαλλόμενο.

ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ

Η εκχώρηση μέρους των κινδύνων που αναλαμβάνει η Εταιρεία προς άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις (αντασφαλιστικές), με σκοπό τη διασπορά των κινδύνων.

ΑΞΙΑ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ / ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΥ

Το ποσό που απαιτείται για την ανακατασκευή, την επισκευή ή αντικατάσταση των ασφαλισμένων αντικειμένων με καινούργια παρεμφερούς τύπου προδιαγραφών και απόδοσης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η παλαιότητά τους για τον υπολογισμό της αποζημίωσης.

ΑΞΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ

Η αξία που αποκτά το ασφαλιστήριο όταν ελευθεροποιείται (βλ. ελευθεροποίηση).

ΑΞΙΑ ΕΞΑΓΟΡΑΣ

Το ποσό που υπάρχει στη διάθεση του συμβαλλομένου τη χρονική στιγμή που επιθυμεί να διακόψει το συμβόλαιο. Ο χρόνος κατά τον οποίο εξαρτάται η αξία εξαγοράς ενός συμβολαίου οφείλεται στο είδος του συμβολαίου.

ΑΞΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ

Η τρέχουσα αξία που έχει κάθε ασφαλιζόμενο αντικείμενο τη χρονική στιγμή ακριβώς πριν τη ζημιά.

ΑΠΑΛΛΑΓΗ

Ποσό που αφαιρείται από τη συνολική αποζημίωση που καταβάλλει η ασφαλιστική Εταιρεία. Το ποσό αυτό διαφοροποιείται ανάλογα με τον τύπο ασφάλισης και επιβαρύνεται ο ασφαλισμένος.

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ

(βλ. Ασφάλισμα)

ΑΠΩΛΕΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ (ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ)

Αποζημίωση με τη μορφή επιδόματος που παρέχεται στον ασφαλισμένο όταν αυτός κριθεί ανίκανος για εργασία είτε από ατύχημα είτε από ασθένεια (προσωρινά ή μόνιμα).

ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ (ΚΛΑΔΟΣ)

Η ανάληψη της υποχρεωτικής κάλυψης των δαπανών από την ασφαλιστική Eταιρεία για την απόκρουση και την ικανοποίηση αξιώσεων τρίτων κατά του ασφαλισμένου, που γεννήθηκαν από πράξεις ή παραλείψεις του για τις οποίες είχε συμφωνηθεί ασφαλιστική κάλυψη.

ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΖΩΗΣ

Ευρεία κατηγορία ασφαλίσεων στην οποία συμπεριλαμβάνονται ασφαλίσεις ζωής, υγείας, αποταμίευσης, συνταξιοδότησης, προσωπικών ατυχημάτων, απώλειας εισοδήματος, κ.α.

ΑΣΦΑΛΙΖΟΜΕΝΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ

Αυτό που ασφαλίζεται.

ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ ΛΟΓΩ ΜΟΝΙΜΗΣ ΟΛΙΚΗΣ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ

Η Εταιρεία απαλλάσει τον ασφαλισμένο από την πληρωμή των ασφαλίστρων σε περίπτωση που αυτός λόγω ατυχήματος ή ασθένειας μείνει μόνιμα ολικά ανίκανος για την άσκηση του επαγγέλματός του κατά τη διάρκεια ισχύος της βασικής ασφάλισης. Η ασφάλιση αυτή λήγει στο 65ο έτος του ασφαλισμένου ή κατά τη λήξη της βασικής ασφάλισης, εφόσον αυτή προηγείται.

ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗΣ

Η Εταιρεία αναλαμβάνει να καταβάλλει στον ασφαλισμένο ισόβια μηνιαία σύνταξη ή εφάπαξ ποσό με τη λήξη του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ανάλογα με την επιλογή του ασφαλισμένου, κατά τη λήξη του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Εάν ο ασφαλισμένος αποβιώσει πριν τη λήξη της ασφάλισης, η Εταιρεία επιστρέφει στους δικαιούχους το σύνολο των καθαρών εισπραχθέντων ασφαλίστρων μαζί με τα συσσωρευμένα μερίσματα.

ΑΣΦΑΛΙΣΜΑ (ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ)

Tο ποσό που κατά περίπτωση και ανάλογα με το είδος ασφαλιστηρίου συμβολαίου είναι υποχρεωμένη να καταβάλει η ασφαλιστική Εταιρεία ως αποζημίωση σε περίπτωση ατυχήματος, ασθένειας ή ζημιάς.

ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟ ΠΟΣΟ (ή ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ή ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΞΙΑ)

Το ποσό μέχρι του οποίου κατ΄ανώτατο όριο ευθύνεται η Εταιρεία σε περίπτωση επέλευσης ασφαλισμένου κινδύνου, προκειμένου να αποκαταστήσει τη ζημιά.

ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣ / ΑΣΦΑΛΙΖΟΜΕΝΟΣ

Tο πρόσωπο υπέρ του οποίου παρέχεται η ασφαλιστική κάλυψη και που κατονομάζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ

Tο έγγραφο το οποίο κατοχυρώνει την ασφάλιση, περιέχει τα εξατομικευμένα στοιχεία της ασφάλισης και φέρει την υπογραφή του νόμιμου εκπροσώπου της Εταιρείας.

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

Η ηλικία που έχει ο ασφαλισμένος κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του συμβολαίου του.

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΕΤΟΣ

Κάθε ετήσια περίοδος που αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ

Το έννομο συμφέρον του ασφαλισμένου για το αντικείμενο ασφάλισης. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη σύναψη ασφάλισης.

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ (ή ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ή ΚΑΛΥΠΤΟΜΕΝΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ)

Η δυνατότητα επέλευσης ζημιογόνου γεγονότος έναντι του οποίου ασφαλίζεται κανείς. Η πραγματοποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου γεννά την υποχρέωση της Εταιρείας για αποζημίωση.

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΠΡΑΚΤΟΡΑΣ

(βλ. Διαμεσολαβητής)

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ / ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ

(βλ. Διαμεσολαβητής)

ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΟ

Το χρηματικό ποσό που υποχρεούται να καταβάλλει ο ασφαλισμένος στην ασφαλιστική Εταιρία, ως αντίτιμο για την παροχή προς αυτόν ασφαλιστικής προστασίας.

ΑΤΥΧΗΜΑ

Περιστατικό που οφείλεται σε αιφνίδια, βίαιη, τυχαία αιτία, ανεξάρτητη από τη θέληση του ασφαλισμένου και προκαλεί σε αυτόν σωματικές ή υλικές βλάβες.

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ

Ευρεία κατηγορία ασφαλίσεων στην οποία συμπεριλαμβάνονται ασφαλίσεις περιουσιακών στοιχείων (ακίνητα, επιχειρήσεις, αυτοκίνητα, κλπ.), αστικής ευθύνης, επαγγελματικής ευθύνης, τεχνικών έργων, κ.α. Είναι σε αντιδιαστολή με τις ασφαλίσεις κλάδου ζωής που καλύπτουν ζωή και υγεία.

ΔΑΝΕΙΟ

Ο ασφαλισμένος μπορεί να δανειστεί ποσό μέχρι την αξία εξαγοράς του ασφαλιστηρίου του με εγγύηση την ίδια την αξία εξαγοράς. Δάνειο μπορεί να πάρει μετά τον τρίτο χρόνο ισχύος του συμβολαίου. Σε περίπτωση που το συμβόλαιο λήξει για οποιονδήποτε λόγο, τότε το ποσό του δανείου καθώς και οι τυχόν οφειλόμενοι τόκοι παρακρατούνται από τις αξίες εξαγοράς ή από το ποσό κάλυψης που θα πρέπει να καταβάλει η Εταιρεία στον ασφαλισμένο ή στον δικαιούχο του.

ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΤΗΣ

Το αρμόδιο πρόσωπο που χειρίζεται τη διαδικασία καταβολής αποζημίωσης.

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗΣ

Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που μπορεί να μεσολαβεί μεταξύ πελάτη και ασφαλιστικής Εταιρείας για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων.

ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΣ

Το/α νομικό/α, ή φυσικό/α πρόσωπο/α που έχει δικαίωμα να εισπράξει το ασφάλισμα και ορίζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΝΑΝΤΙΩΣΗΣ

Δικαίωμα εναντίωσης έχει ο πελάτης αν το περιεχόμενο του ασφαλιστηρίου παρεκκλίνει από την αίτησή του για ασφάλιση, ή αν δεν του παραδόθηκαν οι όροι του ασφαλιστηρίου. Το δικαίωμα εναντίωσης πρέπει να ασκηθεί από τον πελάτη σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα από την ημερομηνία παραλαβής του ασφαλιστηρίου. Η άσκηση του δικαιώματος εναντίωσης από το συμβαλλόμενο έχει σαν αποτέλεσμα την ακύρωση της σύμβασης.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ

Το ποσό που εισπράττεται μαζί με το ασφάλιστρο για τα έξοδα του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΥΠΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ

Ο πελάτης σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μετά την παραλαβή του ασφαλιστηρίου έχει το δικαίωμα υπαναχώρησης για οποιονδήποτε λόγο (π.χ. γιατί άλλαξε γνώμη).

ΕΚΠΙΠΤΟΜΕΝΟ ΠΟΣΟ

(βλ. Απαλλαγή)

ΕΛΕΥΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ

Όταν το ασφαλιστήριο αποκτήσει αξία εξαγοράς (η οποία χρονικά εξαρτάται από το είδος του συμβολαίου) και ο ασφαλισμένος σταματήσει να πληρώνει τα ασφάλιστρα, τότε αυτό μετατρέπεται αυτόματα σε ελεύθερο πληρωμής ασφαλίστρων. Από τη στιγμή που ένα ασφαλιστήριο ελευθεροποιείται, παύουν να ισχύουν οι τυχόν πρόσθετες καλύψεις και παραμένει σε ισχύ η βασική ασφάλεια. Αφορά μόνο ζωικές ασφαλίσεις.

ΕΝΙΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΟ

Το ενιαίο (εφάπαξ) ασφάλιστρο καταβάλλεται εξ΄ολοκλήρου κατά τη σύναψη της σύμβασης.

ΕΞΑΙΡΕΣΗ

Περίπτωση που δεν καλύπτεται από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Οι εξαιρέσεις μπορεί να αφορούν ζημιές, συνθήκες ή δραστηριότητες. Σε κάθε περίπτωση αναγράφονται με σαφήνεια στο συμβόλαιο.

ΕΞΑΡΤΩΜΕΝΑ ΜΕΛΗ

Θεωρούνται αποκλειστικά η νόμιμη σύζυγος του ασφαλισμένου και τα ανύπαντρα παιδιά του μέχρι την ηλικία που καθορίζεται από το αντίστοιχο συμβόλαιο. Εάν σπουδάζουν σε ανώτατο ή ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα, οπότε η κάλυψή τους παρατείνεται κατ΄ανώτατο όριο μέχρι το 25ο έτος της ηλικίας τους.

ΕΠΑΣΦΑΛΙΣΤΡΟ

Το επιπλέον ποσό με το οποίο επιβαρύνεται το ασφάλιστρο λόγω αυξημένου κινδύνου.

ΕΠΕΤΕΙΟΣ

Η ημέρα κατά την οποία συμπληρώνονται ένα ή περισσότερα χρόνια από την ημερομηνία έναρξης του συμβολαίου.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΝΟΣΗΛΕΙΑ

Ορίζεται η εισαγωγή του ασθενούς σε νοσηλευτικό ίδρυμα και η διανυκτέρευσή του σε αυτό.

ΖΗΜΙΑ

Μπορεί να είναι υλική ή σωματική και αποζημιώνεται σύμφωνα με τους όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΝΟΣΗΛΕΙΑ

Ορίζεται η νοσηλεία με χρέωση κλίνης για επέμβαση ή θεραπεία ή διαγνωστικές εξετάσεις, εντός νοσηλευτικού ιδρύματος χωρίς διανυκτέρευση σε αυτό.

ΙΣΟΒΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗ

Ασφάλιση του κλάδου ζωής που προβλέπει την καταβολή του ασφαλισμένου κεφαλαίου στους δικαιούχους σε περίπτωση απώλειας ζωής του ασφαλισμένου οποτεδήποτε και αν συμβεί. Τα ασφάλιστρα πληρώνονται ισόβια ή για ορισμένη χρονική διάρκεια, όχι όμως πέρα από το θάνατο του ασφαλισμένου.

ΚΑΘΑΡΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΟ

Το ασφάλιστρο που έχει υπολογιστεί για την κάλυψη του ασφαλισμένου κινδύνου και δεν περιλαμβάνει νόμιμες επιβαρύνσεις.

ΚΑΚΟΒΟΥΛΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

Ηθελημένες πράξεις οποιουδήποτε προσώπου που διαπράττονται με σκοπό τη βλάβη των ασφαλισμένων αντικειμένων χωρίς να αποτελούν στάσεις, απεργίες, οχλαγωγίες ή τρομοκρατικές ενέργειες.

ΚΑΛΥΠΤΟΜΕΝΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ

(βλ. Ασφαλιστικός Κίνδυνος)

ΚΑΛΥΨΗ

Η κύρια υποχρέωση της ασφαλιστικής Εταιρείας καθόλη τη διάρκεια ισχύος της ασφάλισης «να φέρει τον κίνδυνο», να παρέχει δηλαδή στον ασφαλιζόμενο ασφαλιστική κάλυψη.

ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Το ταμείο κοινωνικής ασφάλισης.

ΛΗΞΗ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ

Η συγκεκριμένη ημερομηνία που λήγει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

ΛΗΠΤΗΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

(βλ. Συμβαλλόμενος)

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟ ΑΠΟΘΕΜΑ (ΑΡΤΙΟ)

Το ποσό που συσσωρεύεται από την επένδυση των ασφαλίστρων, αφού αφαιρεθούν τα νόμιμα κόστη και έξοδα. Το ετήσιο επιτόκιο επένδυσης του μαθηματικού αποθέματος είναι εγγυημένο και ισούται με το τεχνικό επιτόκιο, το οποίο ισχύει κατά την έναρξη του συμβολαίου και παραμένει αμετάβλητο καθόλη τη διάρκεια του συμβολαίου.

ΜΕΡΙΚΗ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑ

Η αδυναμία εργασίας του ασφαλισμένου λόγω ατυχήματος ή ασθένειας, η οποία καλύπτεται από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο απώλειας εισοδήματος με καταβολή μηνιαίων επιδομάτων.

ΜΗ ΔΕΔΟΥΛΕΥΜΕΝΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΑ

Το ποσό των ασφαλίστρων που επιστρέφεται αναλογικά στον πελάτη σε περίπτωση διακοπής της ασφάλισης πριν τη λήξη της ασφαλιστικής περιόδου και εφόσον προβλέπεται από το συμβόλαιο.

ΜΗ ΣΥΜΒΕΒΛΗΜΕΝΟ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ

Θεωρείται μη συμβεβλημένο νοσηλευτικό ίδρυμα κάθε νοσοκομείο ή κλινική που δεν έχει συνάψει ειδική συμφωνία με την Εταιρεία. Σε αυτή τη περίπτωση, η Εταιρεία καταβάλλει απολογιστικά στον ασφαλισμένο τα σύμφωνα με το συμβόλαιό του πραγματοποιηθέντα έξοδα μετά από προσκόμιση των πρωτότυπων δικαιολογητικών.

ΜΙΚΤΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ

Η ασφάλιση που προβλέπει την καταβολή του κεφαλαίου είτε στον ασφαλισμένο κατά τη λήξη μιας χρονικής περιόδου, είτε με το θάνατό του στους δικαιούχους πριν τη λήξη του.

ΜΙΚΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΟ

Το τελικό ασφάλιστρο που πληρώνει ο πελάτης και περιλαμβάνει όλες τις νόμιμες επιβαρύνσεις (π.χ. φόρος, δικαιώματα).

ΜΟΝΙΜΗ ΜΕΡΙΚΗ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑ (ΜΜΑ)

Η μερική αδυναμία άσκησης οποιουδήποτε κερδοφόρου επαγγέλματος λόγω ασθένειας ή ατυχήματος.

ΜΟΝΙΜΗ ΟΛΙΚΗ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑ (ΜΟΑ)

Η πλήρης αδυναμία άσκησης οποιουδήποτε κερδοφόρου επαγγέλματος.

ΝΟΜΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

Κάλυψη των αμοιβών δικηγόρων και δικαστικών εξόδων για τη νομική υποστήριξη του πελάτη σε περίπτωση απαίτησης αποζημίωσης από αστική ευθύνη.

ΟΜΑΔΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ

Ασφάλιση του κλάδου ζωής με την οποία επιχειρήσεις ασφαλίζουν το προσωπικό τους. Η ομαδική ασφάλιση λειτουργεί συμπληρωματικά της κοινωνικής ή άλλης ιδιωτικής ασφάλισης.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΟ

Οι τρίμηνες, εξάμηνες ή και ετήσιες καταβολές ασφαλίστρου.

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΝΑΜΟΝΗΣ

Η χρονική περίοδος από την έναρξη ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου κατά την οποία ο πελάτης δεν αποζημιώνεται και προκαθορίζεται από τον τύπο του συμβολαίου. Αφορά κατά κύριο λόγο συμβόλαια υγείας.

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΚΑΛΥΨΗΣ

Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της έναρξης ισχύος και της λήξης ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΝΑΣ

Ο αρμόδιος για την εκτίμηση των ζημιών στους γενικούς κλάδους (όπως αυτοκίνητο, κατοικία, κλπ.).

ΠΡΑΣΙΝΗ ΚΑΡΤΑ

Το έγγραφο που απαιτείται από τις αρμόδιες ξένες αρχές για την πιστοποίηση της ασφάλισης του αυτοκινήτου και χορηγείται από την ασφαλιστική Εταιρεία κατόπιν αίτησης του ασφαλισμένου.

ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΡΑΞΗ

Μερική τροποποίηση όρων ή στοιχείων του ασφαλιστηρίου κατόπιν συμφωνίας του ασφαλισμένου και της Εταιρείας. Αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

ΠΡΟΣΘΗΚΗ

Η συμπληρωματική κάλυψη που επιθυμεί ο πελάτης να προστεθεί στη βασική ασφάλιση ζωής για τη δημιουργία του καταλληλότερου για τις ανάγκες του ασφαλιστικού προγράμματος. Οι προσθήκες δίνουν στον πελάτη τη δυνατότητα να καλύψει έξοδα από πιθανή ασθένεια ή ατύχημα.

ΠΡΟΣΚΑΙΡΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ

Η ασφάλιση του κλάδου ζωής ορισμένης χρονικής διάρκειας που προβλέπει την καταβολή του ασφαλισμένου κεφαλαίου στους δικαιούχους σε περίπτωση απώλειας ζωής του ασφαλισμένου, εντός αυτής της χρονικής διάρκειας.

ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ / ΑΙΤΗΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Έντυπο της Εταιρείας που συμπληρώνεται από τον πελάτη και στο οποίο καταγράφονται τα απαιτούμενα στοιχεία για την έκδοση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

ΣΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Όρος του κλάδου αυτοκινήτων. Είναι το έγγραφο της ασφαλιστικής Eταιρείας που πιστοποιεί την χρονική διάρκεια για την οποία είναι ασφαλισμένο το συγκεκριμένο αυτοκίνητο.

ΣΤΕΝΟΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ

Θεωρούνται ο/η σύζυγος, τα παιδιά, οι γονείς, οι αδελφοί/ές του ασφαλισμένου.

ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΣ ή ΛΗΠΤΗΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Tο φυσικό ή το νομικό πρόσωπο το οποίο συνάπτει την ασφάλιση με την ασφαλιστική Εταιρεία και υποχρεούται στην πληρωμή των ασφαλίστρων. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο συμβαλλόμενος είναι το ίδιο πρόσωπο με τον ασφαλισμένο.

ΣΥΜΒΕΒΛΗΜΕΝΟ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ

Θεωρείται συμβεβλημένο νοσηλευτικό ίδρυμα κάθε νοσοκομείο ή κλινική που έχει συνάψει συμφωνία με την Εταιρεία για να παρέχει περίθαλψη στους πελάτες της. Στην περίπτωση αυτή, η Εταιρεία εξοφλεί απευθείας όλα τα αιτιολογημένα έξοδα που έγιναν, σύμφωνα με τους όρους του σχετικού συμβολαίου.

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ

Το μέρος των καλυπτομένων και αναγνωρισμένων δαπανών που βαρύνει τον ασφαλισμένο.

ΣΥΝΑΣΦΑΛΙΣΗ

Αποτελεί μορφή ασφάλισης με περισσότερες από μια ασφαλιστικές Eταιρείες, όπου η καθεμία αναλαμβάνει κατ΄αναλογία ποσοστό του κινδύνου.

ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ

Το εγγυημένο επιτόκιο που χρησιμοποιείται για την επένδυση του μαθηματικού αποθέματος ενός συμβολαίου και καθορίζεται από την Ελληνική ασφαλιστική νομοθεσία.

ΥΛΙΚΗ ΖΗΜΙΑ

Η ζημιά που μπορεί να προκληθεί σε βάρος της περιουσίας του ασφαλισμένου.

ΥΠΑΣΦΑΛΙΣΗ

Ασφάλιση περιουσιακού στοιχείου με μικρότερη από την πραγματική του αξία. Σε περίπτωση υπασφάλισης εφαρμόζεται ο αναλογικός όρος σύμφωνα με τον οποίο ο πελάτης αποζημιώνεται αναλογικά με την αξία που έχει ασφαλίσει.

ΥΠΕΡΑΣΦΑΛΙΣΗ

Ασφάλιση περιουσιακού στοιχείου με μεγαλύτερη από την πραγματική του αξία. Απαγορεύεται από τον νόμο.

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ

Η ασφάλιση που απαιτείται από το νόμο (π.χ. για Ι.Χ., ή άλλο μεταφορικό μέσο).

ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΥΓΕΙΑΣ

Η ασφάλιση που παρέχει ο κύριος φορέας ασφάλισης.

ΦΙΛΙΚΟΣ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ

Σύστημα διακανονισμού ζημιών του κλάδου αυτοκινήτων στο οποίο συμμετέχουν ορισμένες ασφαλιστικές Εταιρείες. Σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος ο πελάτης απαλλάσσεται από την υποχρέωση να στραφεί κατά της ασφαλιστικής Εταιρείας του υπαίτιου οδηγού, καθώς αποζημιώνεται από τη δική του Εταιρεία.