ΑΚΥΡΩΣΗ

Η διακοπή του συμβολαίου κατόπιν έγγραφης αίτησης του ασφαλισμένου ή μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του.

ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΣ ΟΡΟΣ

Ο αναλογικός όρος εφαρμόζεται στις αποζημιώσεις, στις περιπτώσεις εκείνες που οι ασφαλισμένες αξίες περιουσιακών στοιχείων δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές. Αν π.χ. ασφαλίζεται ένα ακίνητο ή ένα αυτοκίνητο για το 80% της αξίας του (είναι δηλαδή υπασφαλισμένο), τότε σε περίπτωση ζημιάς θα αποζημιωθεί αναλογικά, δηλαδή για το 80% της ζημιάς που υπέστη.

ΑΝΑΝΕΩΣΗ

Τα ετήσια συμβόλαια ανανεώνονται αυτόματα με τη λήξη της ισχύος τους, εφόσον δεν έχουν ακυρωθεί από την ασφαλιστική εταιρεία ή από τον συμβαλλόμενο.

ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ

Η εκχώρηση μέρους των κινδύνων που αναλαμβάνει η Εταιρεία προς άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις (αντασφαλιστικές), με σκοπό τη διασπορά των κινδύνων.

ΑΞΙΑ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ / ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΥ

Το ποσό που απαιτείται για την ανακατασκευή, την επισκευή ή αντικατάσταση των ασφαλισμένων αντικειμένων με καινούργια παρεμφερούς τύπου προδιαγραφών και απόδοσης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η παλαιότητά τους για τον υπολογισμό της αποζημίωσης.

ΑΞΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ

Η αξία που αποκτά το ασφαλιστήριο όταν ελευθεροποιείται (βλ. ελευθεροποίηση).

ΑΞΙΑ ΕΞΑΓΟΡΑΣ

Το ποσό που υπάρχει στη διάθεση του συμβαλλομένου τη χρονική στιγμή που επιθυμεί να διακόψει το συμβόλαιο. Ο χρόνος κατά τον οποίο εξαρτάται η αξία εξαγοράς ενός συμβολαίου οφείλεται στο είδος του συμβολαίου.

ΑΞΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ

Η τρέχουσα αξία που έχει κάθε ασφαλιζόμενο αντικείμενο τη χρονική στιγμή ακριβώς πριν τη ζημιά.

ΑΠΑΛΛΑΓΗ

Ποσό που αφαιρείται από τη συνολική αποζημίωση που καταβάλλει η ασφαλιστική Εταιρεία. Το ποσό αυτό διαφοροποιείται ανάλογα με τον τύπο ασφάλισης και επιβαρύνεται ο ασφαλισμένος.

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ

(βλ. Ασφάλισμα)

ΑΠΩΛΕΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ (ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ)

Αποζημίωση με τη μορφή επιδόματος που παρέχεται στον ασφαλισμένο όταν αυτός κριθεί ανίκανος για εργασία είτε από ατύχημα είτε από ασθένεια (προσωρινά ή μόνιμα).

ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ (ΚΛΑΔΟΣ)

Η ανάληψη της υποχρεωτικής κάλυψης των δαπανών από την ασφαλιστική Eταιρεία για την απόκρουση και την ικανοποίηση αξιώσεων τρίτων κατά του ασφαλισμένου, που γεννήθηκαν από πράξεις ή παραλείψεις του για τις οποίες είχε συμφωνηθεί ασφαλιστική κάλυψη.

ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΖΩΗΣ

Ευρεία κατηγορία ασφαλίσεων στην οποία συμπεριλαμβάνονται ασφαλίσεις ζωής, υγείας, αποταμίευσης, συνταξιοδότησης, προσωπικών ατυχημάτων, απώλειας εισοδήματος, κ.α.

ΑΣΦΑΛΙΖΟΜΕΝΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ

Αυτό που ασφαλίζεται.

ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ ΛΟΓΩ ΜΟΝΙΜΗΣ ΟΛΙΚΗΣ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ

Η Εταιρεία απαλλάσει τον ασφαλισμένο από την πληρωμή των ασφαλίστρων σε περίπτωση που αυτός λόγω ατυχήματος ή ασθένειας μείνει μόνιμα ολικά ανίκανος για την άσκηση του επαγγέλματός του κατά τη διάρκεια ισχύος της βασικής ασφάλισης. Η ασφάλιση αυτή λήγει στο 65ο έτος του ασφαλισμένου ή κατά τη λήξη της βασικής ασφάλισης, εφόσον αυτή προηγείται.

ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗΣ

Η Εταιρεία αναλαμβάνει να καταβάλλει στον ασφαλισμένο ισόβια μηνιαία σύνταξη ή εφάπαξ ποσό με τη λήξη του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ανάλογα με την επιλογή του ασφαλισμένου, κατά τη λήξη του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Εάν ο ασφαλισμένος αποβιώσει πριν τη λήξη της ασφάλισης, η Εταιρεία επιστρέφει στους δικαιούχους το σύνολο των καθαρών εισπραχθέντων ασφαλίστρων μαζί με τα συσσωρευμένα μερίσματα.

ΑΣΦΑΛΙΣΜΑ (ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ)

Tο ποσό που κατά περίπτωση και ανάλογα με το είδος ασφαλιστηρίου συμβολαίου είναι υποχρεωμένη να καταβάλει η ασφαλιστική Εταιρεία ως αποζημίωση σε περίπτωση ατυχήματος, ασθένειας ή ζημιάς.

ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟ ΠΟΣΟ (ή ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ή ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΞΙΑ)

Το ποσό μέχρι του οποίου κατ΄ανώτατο όριο ευθύνεται η Εταιρεία σε περίπτωση επέλευσης ασφαλισμένου κινδύνου, προκειμένου να αποκαταστήσει τη ζημιά.

ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣ / ΑΣΦΑΛΙΖΟΜΕΝΟΣ

Tο πρόσωπο υπέρ του οποίου παρέχεται η ασφαλιστική κάλυψη και που κατονομάζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ

Tο έγγραφο το οποίο κατοχυρώνει την ασφάλιση, περιέχει τα εξατομικευμένα στοιχεία της ασφάλισης και φέρει την υπογραφή του νόμιμου εκπροσώπου της Εταιρείας.

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

Η ηλικία που έχει ο ασφαλισμένος κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του συμβολαίου του.

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΕΤΟΣ

Κάθε ετήσια περίοδος που αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ

Το έννομο συμφέρον του ασφαλισμένου για το αντικείμενο ασφάλισης. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη σύναψη ασφάλισης.

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ (ή ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ή ΚΑΛΥΠΤΟΜΕΝΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ)

Η δυνατότητα επέλευσης ζημιογόνου γεγονότος έναντι του οποίου ασφαλίζεται κανείς. Η πραγματοποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου γεννά την υποχρέωση της Εταιρείας για αποζημίωση.

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΠΡΑΚΤΟΡΑΣ

(βλ. Διαμεσολαβητής)

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ / ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ

(βλ. Διαμεσολαβητής)

ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΟ

Το χρηματικό ποσό που υποχρεούται να καταβάλλει ο ασφαλισμένος στην ασφαλιστική Εταιρία, ως αντίτιμο για την παροχή προς αυτόν ασφαλιστικής προστασίας.

ΑΤΥΧΗΜΑ

Περιστατικό που οφείλεται σε αιφνίδια, βίαιη, τυχαία αιτία, ανεξάρτητη από τη θέληση του ασφαλισμένου και προκαλεί σε αυτόν σωματικές ή υλικές βλάβες.